- αναγκεύω
- Ι. ενεργ.1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ3. ενοχλώ, βασανίζω4. χτυπώ κάποιον δυνατάΙΙ. μέσ.1. αναγκάζομαι, πιέζομαι2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ3. προσβάλλομαι από σοβαρή ασθένεια4. δαιμονίζομαι, παραφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη.ΠΑΡ. αναγκεμένος].
Dictionary of Greek. 2013.